- δεητικός
- -ή, -ό (AM δεητικός, -ή, -όν)παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή»)νεοελλ.-μσν.επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς)με παρακάλια, ικετευτικάμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόνδέηση, ικεσίααρχ.ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δεητικός προήλθε είτε απευθείας από το ρ. δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ» και το επίθημα -τικός, είτε με τη μεσολάβηση τού ουσ. δέησις*].
Dictionary of Greek. 2013.